καταιβάτις

καταιβάτις
καται-βάτις [pron. full] [ᾰ], ιδος, , fem. of foreg., ζῶσ' ἐς Ἅιδην ἵξεται κ. Lyc.497.
2 κ. κέλευθος steep, downward path, A.R.2.353, 3.160;

τρίβος Lyc.91

.
II [voice] Act., that brings down, κόρη σελήνης κ. that brings down the moon by spells, Sosiph.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταιβάτις — καταιβάτις, ἡ (Α) βλ. καταιβάτης …   Dictionary of Greek

  • καταιβάτις — steep fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβάτιν — καταιβάτις steep fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”